- οπτός
- (I)ὀπτός, -ή, -όν (Α)ορατός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ- (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. -τός (πρβλ. μνη-τός)].————————(II)-ή, -ό (Α ὀπτός, -ή, -όν)αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ' ὀπτά», Ομ. Οδ.)νεοελλ.φρ. «οπτή γη» — ψημένος πηλός, τερακότααρχ.1. αυτός που έχει ψηθεί σε κλίβανο (α. «βοῡν καὶ ἵππον... ὀπτοὺς ἐν καμίνοισι», Ηρόδ.β. «ἀνοικοδόμησε πλίνθοισι ὀπτῇσι», Ηρόδ.)2. (για τη γη) αποξηραμένος, αποστραγγισμένος από τις ηλιακές ακτίνες3. (για σίδερο) παρασκευασμένος με τη χρήση φωτιάς, σφυρηλατημένος4. καμένος, καψαλισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα (*ә3pkw-) τού ρ. πέσσω (< *(ә3)p-ekw-, βλ. λ. πέσσω) με επίθημα -to-. Η άποψη ότι η λ. ὀπτός συνδέεται με το ὀβελός δεν θεωρείται πιθ. Η χρήση της λ. ὀπτός (ΙΙ) και τών ομορρίζων της υποχώρησε νωρίς πιθ. λόγω τής ύπαρξης της μεγάλης οικογένειας τού ομόηχου ὀπτός (Ι) «ορατός» (βλ. λ. όπωπα)].————————(III)ὀπτός, -ή, -όν (Μ)ώριμος.
Dictionary of Greek. 2013.